Η οθωμανική Αδριανούπολη
Η πόλη στην αρχή είχε το όνομα Αντριανόπλ, πράγμα που συνηθιζόταν στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως π.χ. η ΚΠολη μετά την άλωση και μέχρι τις αρχές
του περασμένου αιώνα ονομαζόταν Κωνσταντινίγια.
Αυτό το νόημα έχουν τα κατωτέρω γραμματόσημα
Ένα γραμματόσημο του ενός γροσίου ή σαράντα παράδων,
με χίλιες και μια λέξεις.
Το κάτω είναι του μισού γροσίου, ήτοι είκοσι παράδων
και δρχ. πέντε. Φαίνεται είχαν κάποια αξία.
Ο αρχιτέκτων Σινάν ο Πελώριος (Koca Sinan)
Ο άνθρωπος των χιλιάδων γροσίων και Το Έργο του. Λέγεται έτσι για να
καταδειχθεί η αξία του, αφού μεγάλη αξία είχε και το ένα γρόσι ακόμα.
Το Σελημιγιέ του Σινάν, όπως ήταν πριν από έναν αιώνα. Πηγαίνω πολύ
τακτικά και το ακούγω συχνά και από ξένους. Αντί το Σελημιγιέ του Σελήμ λένε το
Σελημιγιέ του Σινάν.
Ο εξώστης ή σιερεφές από πολύ κοντά. Δεν είναι εύκολο για τον καθένα να
προσεγγίσει τόσο πολύ αυτό το κομψοτέχνημα. Έτσι με την ευκαιρία…
Άλλη μια από τον
περιβάλλοντα χώρο του Σελημιγιέ.
Τραβηγμένη από ψηλά
Η Εντίρνε είναι ή πόλη για την οποία έχει επικρατήσει το σλόγκαν πως
είναι «ο γιος της Προύσας και πατέρας της ΚΠολης». Είναι η όμορφη Αντριανόπλ,
την οποία μετά την κατάκτησή της οι Οθωμανοί την απεκάλεσαν Εντρίνε και αργότερα με τον αναγραμματισμό έγινε
Εντίρνε, πόλη που με το δικό μου μάτι φαίνεται πως σε μερικά χρόνια θα είναι
και μεγάλη και πόλη πρότυπο. Εμένα μ’ αρέσει και μάλιστα πολύ.
Το «Ζω» βέβαια θυμάται πως όταν έπεσε λεηλατήθηκε. Οι πολιορκητές ήταν
αποφασισμένοι. Σαν καινούριοι στο χώρο και στη χώρα, είχαν βγει στη γύρα για να
κατακτήσουν. Ήταν και πολλοί και ήθελαν να ξεσπάσουν, γιατί οι από μέσα δεν
τους άνοιξαν τις πόρτες.
Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να τους ρωτήσω αν εκείνοι θα το `καναν. Για το
μετά « ουαί τοις ηττημένοις».
Στο σημείο αυτό δεν μπορώ να μη
θυμηθώ ένα ευτράπελο αλλά άκρως επικίνδυνο, που συνέβη σ’ ένα συμπατριώτη μου
το Ν. Μαυριανό, και στενό φίλο του θείου μου, του Αγγ. Παντελή, αείμνηστοι και
οι δύο σήμερα.
Τα συμπεράσματα θα είναι υποκειμενικά αλλά δε θα αποκλίνουν καθόλου από
το επίμαχο σημείο που καιροφυλακτεί ο
«κεκρυμμένος κίνδυνος» αναφορικά με τους ηττημένους, όποιοι και να `ναι…
Ο κ. Νικ. Μαυριανός από την Παναγία της ΄Ιμβρου, νέος ξενιτεύτηκε στο
Καμερούν και έκανε προκοπή. Έγινε αρτοβιομήχανος και είχε στη δούλεψή του πολλούς.
Με το ξέσπασμα της επανάστασης πολλοί από τους λευκούς, πριν αποχωρήσουν και
όντας στην αναμονή εξελίξεων, είχαν περιορίσει τις δραστηριότητές τους. Ήταν
λοιπόν και ο κ. Νίκος υπό αυτοπεριορισμό.
Μια μέρα ο επιστάτης που είχε, και που με το ξέσπασμα της επανάστασης
είχε εξαφανιστεί, του χτύπησε την εξώπορτα του κήπου του σπιτιού του. Όπως ήταν
φυσικό, ο νοικοκύρης του άνοιξε στο άκουσμα του ονόματός του. Και τι να δει!...
Τον πρώην επιστάτη του να τον
χαιρετά με τη φράση «μπονζιούρ πατρόν» και μετά να του υποδείχνει ένα στημένο
πολυβόλο εμπρός στην πόρτα του λέγοντάς του, «πατρόν το πολυβόλο πεινάει».
Ο έξυπνος και προνοητικός κ. Νίκος τάισε με τροφή πολλών ημερών το
πολυβόλο, για να μπορέσει εν τω μεταξύ, μέχρι την επόμενη πείνα του δηλαδή, να
διαφύγει. Ήρθε στην Ελλάδα και κατοίκησε στο Φάληρο, όπου τον επισκέφτηκα παρέα
με το θείο μου και φίλο του.
Από ό,τι έμαθε αργότερα από κάτι ανταποκριτές φίλους του, όπως μας είπε,
όταν ο επιστάτης του ξαναπήγε και δεν τον βρήκε τερέτισε την εξώπορτα με το πολυβόλο
και μετά το σπίτι.
Στην Αδριανούπολη έγινε αυτό που θα γινόταν έτσι κι’ αλλιώς. Η πόλη από
τις Σταυροφορίες ήταν πτώμα. Το μόνο που θα την έσωζε θα ήταν να αντέξουν
μέχρι ν’ απομακρυνθούν οι εισβολείς, όμως δε στάθηκαν τυχεροί. Οι άλλοι, οι έξω, ήταν αποφασισμένοι, και
ανυπόμονοι…
Έτσι η Αδριανούπολη ακολούθησε τη μοίρα των νικημένων και έτσι έγινε και
δημοτικό, ίσως το πρώτο δημοτικό τραγούδι της Ελλάδος, λένε οι γνωρίζοντες…
Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης
Κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το
μεσημέρι
Κλαίγουν την Αδριανούπολη την πολυκρουσεμένη…
Έτσι τη «ζω» μέσα από το δικό μου μάτι, μυαλό και συναίσθημα. «Ζω» δηλαδή
την ιστορία της, κατά την οποία δε σταμάτησε να υποφέρει ακόμα και από τους
ίδιους τους κυριάρχους της. Καμιά ογδονταριά χρόνια αργότερα, κάηκε η μισή από
την επανάσταση των γενιτσάρων, που κατευνάστηκε όταν ο Μουράτ ο Β΄ τους έδωσε
την αύξηση του μισού άσπρου.
Το άσπρο, θα δούμε κι’ αργότερα, ήταν το πιο μικρό νόμισμα της
αυτοκρατορίας κι’ επειδή ήταν ασημένιο ήταν άσπρο και το έλεγαν έτσι (άσπρο) σα
να λέμε οβολός, αλλά άλλης αξίας, τόσης που το μισό του ακόμα να θεωρηθεί
σημαντική αύξηση και να σταματήσει την εξέγερση των γενιτσάρων.
Εκατό περίπου χρόνια μετά από την κατάληψη της Αδριανούπολης έπεσε και η
ΚΠολη. (1361 μέχρι το 1453) Ο νεαρός
Σουλτάνος, ο πορθητής δηλαδή, που το προηγούμενο διάστημα ζούσε στο Παλάτι της
Αδριανούπολης, είχε ακούσει για κάποιον σοφό έλληνα, το Γεώργιο το Σχολάριο και
είχε εκφράσει την επιθυμία να τον γνωρίσει από κοντά, με τις απρόοπτες αλλαγές
της διαδοχής όμως δε στάθηκε δυνατό.
Λίγο καιρό πριν την πτώση της Πόλης, ο Γεώργιος ο Σχολάριος, είχε πιαστεί
αιχμάλωτος ενός Τούρκου μεγιστάνα της περιοχής, πολύ θρήσκου, που τον κρατούσε
κρυφά στο κονάκι του.
Μετά την πτώση της Πόλης λοιπόν, κι’ όταν πέρασαν οι πρώτες δύσκολες
μέρες, ο Μωάμεθ άρχισε να ψάχνει για τον
Γεώργιο. Έδωσε εντολές και ύστερα από ένα δίμηνο βρήκανε τον αιχμάλωτο
Γεώργιο και τον έφεραν μπροστά του. Εκείνος
κάθισε και συζήτησε μαζί του για να διαπιστώσει αν αληθεύουν οι φήμες
για το πρόσωπό του και όταν πείστηκε, ότι όσα είχε ακούσει ήταν πραγματικότητα,
τον αναγόρευσε Πατριάρχη των Ρωμαίων και τιμής ένεκεν που λένε, του δώρισε και
ένα άσπρο άλογο, λέγεται…
Ήταν μάλλον προς το τέλος του
1453. Ο Γεώργιος μετά την αναγόρευση αυτή ονομάστηκε Γεννάδιος ο Β΄. (σχετική
μαρτυρία του Μυρτίλου Αποστολίδη υπάρχει στα Θρακικά τ. 1 και σ’ όλα τα σχετικά
με την άλωση ιστορικά βιβλία).
Κίνηση αξιομνημόνευτη και φυσικά πολιτικά γενναία.
Σε κάθε περίπτωση το «ζω» αισθάνεται το ίδιο δέος.
Την Οθωμανική Αδριανούπολη πολλοί ξεναγοί την αρχίζουν από το Σαράι, το
οποίο κτίστηκε στη δεξιά όχθη του Τούντζα, εκατό περίπου χρόνια πριν από το
Σελημιγιέ.
(Μιλάμε πάντα για το Καινούργιο
Παλάτι του Μουράτ του Β΄, επειδή ο Μουράτ Α΄ είχε κτίσει ένα άλλο που το λέμε
Παλιό, προς τη μεριά που είναι το χαμάμ πίσω από το Σελημιγιέ).
Το βασικό κτίριο, ήταν ένα κτίσμα μεγάλο τετράγωνο, όπως φαίνεται και στο
παρακάτω σχεδιάγραμμα, με όλη την οθωμανική πολυτέλεια, επιφάνειας δέκα
χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων και βάλε. Οι τοίχοι εσωτερικά ήταν καλυμμένοι με
γυάλινες επιφάνειες και πίνακες και τα
δάπεδα ήταν στρωμένα με μάρμαρο.
Ο Τούντζας στο σημείο εκείνο εικάζεται πως έχει διανοιχτεί, ώστε το νερό
να περάσει μπροστά από το παλάτι για όλες τις χρήσεις. Δημιουργήθηκε έτσι ένα
μικρό νησί και προέκυψαν και δυο γέφυρες. Η μια του Μωάμεθ του Πορθητή και η δεύτερη
του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. .
Η μία του παλατιού γενικά και η
άλλη του σουλτανικού ανακτόρου. Αυτή η
του Πορθητή. Στο σχεδιάγραμμα της
παρεπόμενης σελίδας είναι εμφανείς.
Το παραπάνω φημολογούμενο, ότι οι τοίχοι του παλατιού εσωτερικά ήταν
καλυμμένοι με λεπτές γυάλινες πλάκες και μαρμαρένιο το δάπεδο, είναι
αληθές. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την
αναφορά του Αριστ. Χρηστίδη, ο οποίος ήταν από τους λίγους που επισκέφθηκαν το
παλάτι.
Μην ξεχνάμε ήταν Αδριανουπολίτης γέννημα θρέμμα και λόγιος. Η αναφορά του
αυτή υπάρχει στα Θρακικά, τομ. 25ος.
Η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε το 1887.
Το μαρμάρινο δάπεδο ήταν
πραγματικότητα. Όσο για τα μάρμαρα θα το δούμε
λίγο πιο κάτω.
Στη φωτογραφία του σημερινού και ανακαινισμένου παλαιοπαλατιανού χαμάμ κοντά στο Σελημιγιέ,
στο συγκεκριμένο θέμα για τα χαμάμ της Αδριανούπολης, θα δείτε να εικονίζεται
το εσωτερικό του λουτρού.
Εντυπωσιάζουν πραγματικά οι μαρμάρινες επενδύσεις.
Η παραπάνω αναφορά του Χρηστίδη ήταν από την επίσκεψή του μετά το
«βομβαρδισμό» του παλατιού εξαιτίας της επέλασης των Ρώσων εννέα χρόνια
ενωρίτερα. Τα όσα περιέγραψε ήταν ό,τι είχε απομείνει από αυτό.
Η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια μαθητικής εκδρομής μάλλον. Ο εν
λόγω τότε ήταν μαθητής του εν Αδριανουπόλει Γυμνασίου.
Οι επισκέψεις στο Παλάτι απαγορεύτηκαν
μετά το 1898.
Ας σημειωθεί ότι ο εν λόγω αργότερα έγινε καθηγητής στο Ζάππειο
Παρθεναγωγείο Αδριανούπολης.
Η πόλη τότε ήταν όπως στη φωτογραφία.
Η Αδριανούπολη στις
αρχές του περασμένου αιώνα
από το ύψωμα του Κιγικίου (Κιγίκ)
Η πόλη και τώρα συνεχίζει να είναι μια από τις ωραιότερες πόλεις της
Τουρκίας, με τις καινούργιες συνοικίες, όπως όλες οι καινούργιες πέραν του
«άστεως», όπως λέγεται συνήθως η παλιά πόλη.
Τότε εξυπηρετούσε το ποτάμι, τώρα η επέκταση είναι απαραίτητη. Στο βάθος
υπάρχει πάντα και ο φόβος μιας πλημμύρας.
Προσωπικά υποστηρίζω πως η πόλη με
τη νέα μοντέρνα πολεοδομική επέκτασή της έχασε το χρώμα που τη χαρακτήριζε ως
αρχοντική. Και κατέληξε φυσικά όπως όλες οι καινούργιες. Συμμετρική, καθαρή,
αλλά άχρωμη.
Είμαι δε σε θέση με το φωτογραφικό υλικό και το μικρό σχόλιο περιηγητού,
στον οποίο αναφέρεται ο Δ. Γκ., να υποστηρίξω την άποψή μου, που περιγράφει την
Αδριανούπολη πριν από ένα αιώνα.
«Οι εντυπώσεις μοναδικές, με καλαίσθητα δημόσια κτίρια, το Φιλεκπαιδευτικό
Σύλλογο Αδριανούπολης, το σιδηροδρομικό σταθμό στο Κάραγατς, τους
κινηματογράφους, θέατρα, αίθουσες, χωρών, καφενεία, μπυραρίες, πλατείες, κήπους
αναψυχής, μια πόλη ζωντανή».
Βορέας τεύχος 66, Φεβ. 2011
Ναι, ζωντανή είναι και τώρα. Με αλλαγμένα όμως τα κριτήρια της αρχοντιάς.
Ιωάννης Αλατζάς
" Ζω την Αδριανούπολη "
Αδριανούπολη 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου