Σε γεωργό
γ-Ήρταμε στον αφέντη μας, τον πρώτο ζευγελάτη
πόχει βουβάλια δράκοντα, αλέτρι σιδερένιο
κι οργώνει την ημέρα ντου εννιά σινιάκα στάρι
κι οργώνει ντα και σπέρνει ντα και διβολά [2] ντα κιόλα
και με χαρά χαρούμενος και καλοκαρδισμένος
παίρνει και πάει στο σπίτι του σαν καλονοικοκύρης.
Σε κτηνοτρόφο
γ-Ήρταμε στον αφέντη μας τον πρώτο κεχαγιά μας
πόχει τα χίλια πρόβατα, τα πεντακόσια γίδια
πόχει τα δέκα τα σκυλιά τ’ ασημοκερντανάτα [3].
Σε σπίτι με μικρό γυιο
Η μάνα πόχει τον υγιό, τον ένα κανακάρη
και στο σκολειό τον έστελνε και στο σκολειό τον στέλνει
Το δρόμονε που πήγαινε βρίσκει παιδιά και παίζουν.
Κοντύλισε το χέρι ντου κι έχυσε τη μελάνη
και λέρωσε τα ρούχα ντου τα λινομεταξένια
Παίρνει και πάει στη μάνα ντου και βαριανεστενάζει
― Τι έχεις, παιδάκι μου, και κλαις και βαριανεστενάζεις;
― Κοντύλισε το χέρι μου κι εχύθη γ-η μελάνη
και λέρωσα τα ρούχα μου τα λινομεταξένια.
― Μην κλαις, παιδί μου, μη θρηνείς και μην ανεστενάζεις
η μάνα σου νά ’ναι καλά και κείνη θα ντα πλύνει.
― Πολλοί που με τα πλύνανε τα λερωμένα ρούχα,
άλλος κανείς δεν τά ’πλυνε σαν τη μανούλα πού ’χα.
Σε σπίτι με μικρή κόρη
Κυρά μου, το κορίτσι σου, κυρά μου, το παιδί σου,
να το ταΐζεις ζάχαρη να το ποτίζεις μόσχο,
και να το στέλνεις στο σχολειό, γράμματα να μαθαίνει…
Σε σπίτι με ξενιτεμένο
Η ξενιτειά κι ο θάνατο στο ζύγι ένε ζ’γιασμένη [4],
η ξενιτειά παραβαρύ γιατ’ ένε [5] νειδισμένη [6].
Ξένες πλύνουν τα ρούχα ντου, ξένες τα σιδερώνουν.
Πλύνουν τα μια, πλύνουν τα δυο, στις τρεις ποτροβολούν [7]
τα.
«Πάρε, ξένε μ’, τα ρούχα σου και πάν’ το δρόμο π’ ήρθες».
[2] διβολάω: οργώνω
δεύτερη φορά για να πεθάνουν τα ζιζάνια.
[3] ασημοκερντανάτα: αυτά που έχουν ασημένιο κερντάνι
(γιορντάνι), δηλαδή αλυσίδα.
[4] ζ’γιασμένη: ζυγιασμένη
[5] ένε: είναι
[6] νειδισμένη: ντροπιασμένη (από το όνειδος)
[7]
ποτροβολούν: πετούν
Πηγή: http://www.pemptousia.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου