της Σβετλάνα Ντόντσεβα
Ο σημαντικός ρόλος της Αδριανούπολης ως μια από τις μεγαλύτερες
πόλεις στις βαλκανικές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 19ο αίωνα,
κέντρο του σαντζάκιου και αργότερα του βιλαετίου, όπως και έδρα του
μητροπολίτη, δεν αμφισβητείται από κανέναν ιστορικό. Παρ’ όλα αυτά όμως στη
βαλκανική ιστοριογραφία λείπουν σύγχρονες ολοκληρωμένες μελέτες για την πόλη και τους
κατοίκους της σ’ αυτην την περίοδο. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα επόμενα
σαράντα χρόνια στα περιοδικά Θρακικά και Αρχείον του ΘρακικούΓλωσσικού καιΛαογραφικού Θησαυρού δημοσιεύθηκαν πολλά διάφορα
άρθρα με θέμα την Ανατολική Θρακή και ιδιαίτερα για την Αδριανούπολη, οι
περισσότεροι από τους συγγραφείς τους είναι μετανάστες από την περιοχή αυτή[1]. Η ίδια διαδικασία, αν και όχι τόσο
έντονη, παρακολουθήθηκε και στη βουλγαρική ιστοριογραφία[2]. Περισσότερα από τα δημοσιεύματα όμως,
και στα Ελληνικά, και στα Βουλγαρικά, έχουν το μοναδικό ή τουλάχιστον το βασικό
σκόπο να αποδείξουν τον ελληνικό, αντίστοιχα το βουλγαρικό χαρακτήρα της
Ανατολικής Θράκης.
Στις
τελευταίες δεκαετίες το ενδιαφέρον των ερευνητών προσανατολίστηκε πρός
συγκεκριμένα προβλήματα της ιστορίας της Αδριανούπολης. Και εαν για το δεύτερο
μισό του 19ου αίωνα έχουμε περισσότερες πήγες - εδώ μπορούμε να αναφέρουμε τους
κώδικες της πολιτείας και της Μητροπόλεως, τις προξενικές εκθέσεις, τα salname
του βιλαετίου, τους κανονισμούς των διάφορων πολιτιστικών και εκπαιδευτικών
συλλόγων κ.α., έχουμε και δημοσιεύματα[3], για το πρώτο μισό του
αιώνα από τη μια πλευρά οι πηγές είναι περιορισμένες, και , εκτός αυτού, δεν
αξιοποιήθηκαν πλήρως μέχρι τώρα και, από την αλλή πλευρά λείπουν δημοσιεύματα.
Ως αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, δεν έχουν μπει σε «επιστημονική κυκλοφορία»
οι κώδικες της Μητροπόλεως της Αδριανούπολης. Το αρχείο αυτό που σώθηκε, είναι
γνωστό στους ερευνητές και καταγράφηκε αρκετές φορές[4]. Μερικά έγγραφα
δημοσιεύθηκαν και ξεχωριστά[5].
Το αρχείο της Μητροπόλεως της Αδριανούπολης περιέχει περισσότερους
από 100 κωδήκους, οι οποίοι σήμερα φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους
στην Αθήνα και στα Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας στην Θεσσαλονίκη. Τα βιβλία της
αστικής πολιτείας από το πρώτο μισό του 19ου αίωνα είναι μόνο δύο, το ένα - από
την περίοδο 1806–1836[6] και
το δεύτερο από 1838-1858[7], αλλά περιλαμβάνουν πολύτιμες πληροφορίες
για τις λειτουργίες της ορθόδοξης κοινότητας στην Αδριανούπολη. Από την ίδια
περίοδο 1839–1852 είναι και το βιβλίο του πολιτικού νοσοκομείου[8], το οποίο, αν και σύντομο, μας δείχνει
επίσης κάποιες από τις λειτουργίες της πολιτέιας. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε και
μια πολύτιμη πη΄γη – μοναδική από αυτήν την περίοδο στη Βουλγαρία – το τεφτέρι
της συντεχνίας των τζελέπηδων της Αδριανούπολης[9].
Η παρούσα ανακοίνωση είναι η αρχή μιας ευρύτερης μελέτης της ζωής της
ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας στην Αδριανούπολη το πρώτο ήμισυ του 19ου
αιώνα. Ο σκόπος μας είναι, βάση των πληροφοριών από τους κώδικες της πολιτείας,
όπως και άλλων πηγών, αρχειακών και δημοσιευμένων, να σκιαγραφηθούν η δομή, η
διοίκηση, οι λειτουργίες της ορθόδοξης πολιτείας, όπως και η συμμετοχή των
χριστιανικών συντεχνιών στην κοινωνική ζωή. Ιδιαίτερη προσοχή θα δωθεί στη
συμβιώση των Ελλήνων και των Βουλγάρων στα πλαίσια της πολιτείας και στη
συμμετοχή τους στη διοίκησή της σε μια περίοδο, η οποία προηγήθηκε των μεταξύ
τους εκκλησιαστικών συγκρούσεων.
Η κοινότητα των ορθόδοξων χριστιανών, η Πολιτεία των Ρωμαίων της
Αδριανουπόλεως ή Πολιτεία των Γραικών, όπως αναφέρθηκε στους κώδικες,
διοικήθηκε από τη δημογερόντια - δωδεκαμελή και τετραμελή. Η πιο πρώιμη
πληροφορία για την εκλογή των δημογερόντων είναι του 1824[10]. Πριν απ’ αυτό αναφέρθηκαν οι προεστοί
και οι τσορμπατζήδες, οι οποίοι είχαν χρονικό μισθό. Έτσι για παράδειγμα ο
τσορμπατζής Βλασάκης έλαβε χρονικό μισθό για το 1814-1815 το ποσό των 1500
γρόσια[11].
Σύμφωνα με τις μεταγενέστερες πληροφορίες του Έλληνα πρόξενου στη
Αδριανούπολη Κ.Π. Φοίβου η δωδεκαμελής δημογεροντία συνεδρίαζε κάθε Παρασκευή
και η τετραμελής - κάθε μέρα.[12]. Έχουμε μόνο ένα έγγραφο για την εκλογή
των 12 δημογερόντων, το οποίο αποτελεί αντίγραφο του 1840, από το οποίο
φαίνεται πως οι διοίκηση της πολιτείας εκλεγόταν από τους πρωτομάστορες των
συντεχνιών ως αντιπρόσωποι του χριστιανικού πληθυσμού.[13] Στην
ουσία όμως όλοι οι λογαριασμοί στους δυο κώδικες υπογράφτηκαν από την τετραμελή
δημογεροντία και έχουμε τακτική πληροφορία μόνο για την εκλογή των δικών της
μελών, οι οποίοι αλλάζονταν κάθε χρόνο.
Οι
πρώτες παραπομπές για τον κανονισμό της κοινοτικής διοίκησης χρονολογούνται από
τα τέλη του 17ου αι. Τότε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων ο Δωσίθεος (1669-1707) σε
συνεργασία με τον Μητροπολίτη της Αδριανούπολης Αθανάσιο (1692-1709) συνέταξαν
κανονισμό της δημογεροντίας, ο οποίος όμως δε σώζεται[14]. Δεν είναι γνωστό εάν
ο κανονισμός ίσχυε και το 18ο αιώνα, όταν ο μητροπολίτης Γεράσιμος (1840-1853)
συνέταξε καινούριο κανονισμό. Δυστυχώς, αυτός δε σώθηκε και είναι γνωστός μόνο
από το δημοσίευμα του Γ. Ευθυμίου[15]. Ο κανονισμός ορίζει
τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των δημογερόντων. Η Δημογεροντία εκλεγόταν
για ένα χρόνο με κορυφαίο τον Δεσπότη. Виж др. Задължения от статията на ефтимиуΣτη
δουλειά της πολιτείας συμμετείχαν και ο γραμματέας, ο ταμίας όπως και οι
μεσίτες. Αυτοί όμως δεν ανφέρονταν τακτικά και δε γνωρίζουμε περισσότερα για
τις λειτουργίες τους
Η
βασική λειτουργία της πολιτείας ήταν να διοικεί τα κοινοτικά οικονομικά. Η
κύρια υποχρέωση της δημογεροντίας ήταν να ρίξει το χρονικό φόρο στους μαχαλάδες
και να το συλλέξει.
Οι λεπτομερείς απολογισμοί κατά μαχαλάδες μας δίνουν τη δυνατότητα
να παρακολουθήσουμε σε ποιούς μαχαλάδες της Αδριανούπολης - στο Άστυ και στα
προάστια Γιλδιρίμι, Κιρίσχανε και Κιγίκι έμεναν οι ορθόδοξοι χριστιανοί.
Αναφέρονται συνολικά 65 μαχαλάδες - 31 στο Κάστρο, 15 στο Γιλτιρίμι, 10 στο
Κιρισχανέ και 9 στο Κιγίκι. Ο φόρος δεν καταβλήθηκε εφάπαξ, αλλά τουλάχιστον σε
δύο δόσεις, και μερικές φορές σε τρείς. Πιθανότατα πρόκεται όμως για διάφορους
φόρους, αλλά είναι αδύνατο να καθορίσουμε ποιοί είναι αυτοί, επειδή στους
κώδικες ανάφερεται μόνο «το δόσιμο». Στην ουσία το 1814 στο λογαριασμό γράφτηκε
«το χρονικό δόσιμο και τα άλλα δυο δοσίματα - του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου
Δημητρίου».[16] Στους
κώδικες αναφέρονται και άλλες καταβολές στους αντιπροσώπους της τοπικής
διοίκησης - στο μπας τσουχαδάρη, στο μποσταντζή μπασή, στο μουμπασίρη, αλλά
χωρίς να διευκρινίζονται.
Με τη βοήθεια των κωδίκων λαμβάνουμε γνώση πως οι χριστιανικές
συντεχνίες στην Αδριανούπολη συμμέτειχαν και έλεγξαν την κοινοτική
αυτοδιοίκηση. Σ’ αυτήν την περίοδο - το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα - μπορούμε
να χαράξουμε δύο γραμμές της συμμετοχής των εσναφίων στην κοινοτική ζωή. Από
μια πλευρά οι πρωτομάστορες μερικών συντεχνιών εκλέγαν τα μέλη της
δημογεροντίας από το περιβάλλον των μελών των συντεχνιών, όπως φαίνεται από το
προανφερθέν έγγραφο για την εκλογή της δωδεκαμελούς δημογεροντίας το 1840, όταν
οι δημογέροντες εκλέγονταν κατά συντεχνίες - δυο από τους γουναράδες, δυο
μπακάληδες, τρείς τζελέπηδες (προβατέμποροι), δύο κερεστεδζήδες (ξυλέμποροι)
και από έναν κουγιουμτζή (χρυσοχόο) και ντουλγέρη (τεκτόνα)[17]. Από την αλλη πλευρά οι ίδιοι οι
πρωτομάστορες κάθε χρόνο επιθεωρούσαν τον ετήσιο απολογισμό της διοίκησης της
κοινότητας και τον υπέγραφαν.
Ένας από τους ερευνητές της ιστορίας της Αδριανούπολης - ο Μ.Α.
Σταμούλης σημείωσε την ύπαρξη των 84 συντεχνιών στην πόλη. Στους κώδικες της
πολιτείας για τον άλφα ή το βήτα λόγο σημειώθηκαν 59 εσνάφια. Βεβαίως, όχι όλα
απ’ αυτά είχαν την ίδια επιρρόη στην κοινωνία. Από τους λογαριασμούς για τους
φόρους των συντεχνιών μπορούμε να παρακολουθήσουμε ποιές απ’ αυτές πλήρωσαν τα
μεγαλύτερα ποσά, και ανάλογα ποιές ήταν οι πιο δυνατές οικονομικά συντεχνίες.
Δυστυχώς έχουμε πληροφορίες για συγκεκριμένα μόνο χρόνια, αλλά ακόμα και αυτά
τα αποσπασματικά στοιχεία συνηγορούν για την οικονομική ισχή των εσναφίων. Την
περίοδο 1831–1834 г. τις μεγαλύτερες καταβολές πλήρωσαν οι συντεχνίες των
μπακάληδων, των τζελέπηδων (προβατεμπόρων), των ντουλγέρηδων (τεκτόνων), των
μπαχτσεβάνηδων (λαχανοκήπουρων), και των ραπτάδων[18].
Εαν συγκρίνουμε αυτά τα φορολογικά στοιχεία με τη λίστα των
συντεχνιών, οι οποίες συμμετείχαν στον έλεγχο των κοινοτηκών πράξεων, μπορούμε
να δούμε πως η κοινωνική επιρροή δεν ασφαλιζόταν πάντα από την οικονομική
δύναμη. Έτσι για παραδείγμα, ο ουστάμπασης της συντεχνίας των γουναράδων, η
οποία συντεχνία αν και συγκαταλεγόταν στην πρώτη δεκάδα των φορολογούμενων, δεν
ήταν ανάμεσα στους πρώτους, πάντα υπέγραψε τους ετήσιους απολογισμούς. Τακτικά
επιβεβαίωναν τους κοινοτικούς λογαριασμούς με τις υπογραφές τους και οι
πρωτομάστορες των συντεχνιών των κερεστετζήδων (ξυλέμπορων), των
αμπατζήδων, των παπουτζήδων, των μυλωνάδων, των ποζματζήδων (μεταπωλιτών παλαιών ενδυμάτων
και άλλων σκευών), των κουγιουμτζήδων (χρυσοχοών), των μπεζάσηδων
(υφασματοπολών) κ.α., συνολικά 23 συντεχνιών και δεν ήταν όλες απ’ αυτές από
τις πιο πλούσιες. Από τα γνωστά 65 ονόματα των δημογερόντων, τα περισσότερα
είναι από τις συντεχνίες των γουναράδων, τψν τζελέπηδων και των μπεζάσηδων. Για
τις συντεχνίες μεγαλύτερου κύρους στην
Αδριανούπολη μίλησε ο Πατριάρχης Αγαθάγγελος το 1829 σ’ ένα γράμμα το οποίο
αφορά σε δωρεά του ενός ανώνιμου Αδριανουπολίτη. Αυτός αφιέρωσε στους φτωχούς
της επαρχίας του 10000 γρόσια. Για μεγάλυτερη ασφάλεια ζήτησε να επκυρωθεί η
πράξη αυτή με πατριαρχικό γράμμα. Τα «θεοσεβέστερα και τα συνειδέστερα» πέντε
εσνάφια της Αδριανούπολης, δηλαδή των γουναράδων, των μπακάληδων, των
απατζήδων, των τζελέπηδων και των κερεστετζήδων ανέλαβαν τη διανομή των 1000
γροσίων, δηλ. του τόκου του κεφαλαίου, στους εκείνους που είχαν ανάγκη βοηθείας
δύο φορές το χρόνο - το Πάσχα και τα Χριστούγεννα[19].
Ένα
από τα πιο ενδιαφέροντα προβλήματα, το οποίο δεν μελετήθηκε επαρκώς, είναι
η συμμετοχή των Βουλγάρων της Αδριανούπολης στην κοινοτική αυτοδιοίκηση. Είναι
πολύ δύσκολο να καθορίσουμε πόσοι Βούλγαροι ή αδριανουπολήτες βουλγαρικής
καταγωγής κατοικούσαν στην πόλη αυτην την περίοδο, επείδη μέχρι τη δεκαετία του
70 λείπουν ακρηβή στοιχεία. Συνήθως στα διάφορα στατιστικά στοιχεία αναφέρονταν
μόνο οι Έλληνες ή συνολικά οι ορθόδοξοι κάτοικοι της Αδριανούπολης. Είναι σαφές
όμως πως περιλήφθηκαν και οι ντόπιοι βούλγαροι. Ο Benjamin Barker παραδείγματος
χάρη, ο οποίος ήταν αντιπρόσωπος της
Βρετανικής Κοινωνίας του Βίβλου στη Σμύρνη, κατά τη περιοδεία του στην Θράκη το
1823 ανέφερε πως στην Αδριανούπολη διαμένουν περίπου 42 000 Έλληνες, αλλά
ανέφερε πως αυτοί μιλούσαν ταυτόχρονα και Ελληνικά, και Βουλγαρικά.[20]. Ακριβές νούμερο έδωσε
μόνο ο Έλληνας πρόξενος ο Κ.Π. Φοίβος την αρχή της δεκαετίας του εξήντα, ο
οποίος ανέφερε 5000 Βούλγαρους[21]. Δεν είναι δύνατο να
κριθει όμως κατά πόσο αυτές οι πληροφορίες είναι αξιόπιστες. Βάση των στοιχείων
στις διάφορες πηγές δεν μπορούμε να κάνουμε καμιά υπόθεση για το πόσοι ήταν οι
Βούλγαροι κάτοικοι της πόλης, όμως μπορούμε να αποδείξουμε πως το ελίτ τους
συμμέτειχε δυναμικά στην κοινωνική ζωή.
Είναι γνωστό ότι στο
τέλος του 18ου και την αρχή του 19ου αιώνα από την βουλγαρική πόλη Κοπρίβστιτσα
στην Αδριανούπολη μετακινήθηκαν σε τρία κύματα πολλοί Βούλγαροι λόγω των
επιθέσεων των κιρτζαλήδων και την πυρπόληση της πόλης το 1793, 1800 και 1810[22].
Η μνήμη για την καταγωγή τους ήταν ζωντανή πολύ καιρό μέτα την μετοίκησή τους.
Το 1869 ο Μιχαήλ Μαδζάροβ, περνώντας από την Αδριανούπολη, σημείωσε πως οι
οικογένειες από την Κοπρίβστιτσα κατείχαν υψηλή θέση στην κοινωνία και πολλές
από τις γυναίκες ομιλούσαν τη διάλεκτο από την Κοπρίβστιτσα, αν και γεννήθηκαν
στην Αδριανούπολη[23].
Κατά την έκθεση του Έλληνα πρόξενου Κ. Π. Φοίβου, στην πόλη κατοικούσαν δυο
ομάδες Βουλγάρων - αυτοί που ήρθαν από το Αβράδαλα, δηλαδή από την
Κοπρίβστιτσα, και οι άλλοι, που μετακινήθηκαν από τα γύρω χωριά και η δεύτερη
ομάδα μισούσε την πρώτη.[24] Υπάρχουν αποδείξεις όμως πως και πριν
το 19ο αιώνα στην πόλη έμεναν κάτοικοι βουλγαρικής καταγωγής, για παράδειγμα,
είναι γνωστό πως το 1785 ένας από τους γέροντες της πολιτείας ήταν ο Ηατζή
Στάϊκος Μπακάλ[25].
Οι Βούλγαροι της Αδριανούπολης συμμετείχαν
ενεργητικά στη διοίκηση της πολιτείας. Μέλη της τετραμελούς δημογεροντίας κατά καιρούς ήταν συνολικά
33 Βούλγαροι.
Ένας από τους Βούλγαρους μεγαλύτερου κύρους ήταν ο τσορμπατζής
Νάϊδεν Κράστεβιτς, μέλος της συντεχνίας των τζελέπηδων, και δημογέροντας το
1838-1839[26]. Η επιρροή του επεκτεινόταν όχι μόνο
στους χριστιανούς, αλλά, και στην τοπική οθωμανική διοίκηση, και στους ξένους.
Στην κηδεία του το 1852 και στα μνημόσυνα αργότερα ήταν παρόντες ο μητροπολίτης
και όλοι οι ιερείς της πόλης, οι ξένοι πρόξενοι και υποπρόξενοι. Στη διαθήκη
του αυτός αφήσε 110 000 γρόσια στο βουλγαρικό σχολείο, ιδρυμένο από τον ίδιο
τον τσορμπατζή Νάϊδεν, 50 000 γρ. Για την ίδρυση του ελληνικού παρθεναγωγείου,
70 000 γρ. στο νοσοκομείο[27].
Πολλοί Βούλγαροι ήταν και πρωτομάστορες των συντεχνιών - Νιτέλκου
Χρίστου - των κερεστετζήδων, Στεφανάκη Στάνιου – των μπακάληδων, Δημήτρης
Ράϊτσου – των μπεζάσηδων, Γιουβάνης Γιούργη – των φουρουντζήδων, Ανδρέα Γέντσου
– των κουγιουμτζήδων, Γιοβάννης Φίλτσου – των ραπτάδων κ.α.
Για τους Βούλγαρους Αδριανουπολίτες όμως κύριας σημασίας ήταν η
συντεχνία των τζελέπηδων, η οποία ήταν εντελώς βουλγαρικής σύνθεσης και μια από
τις ισχυρότερες συντεχνίες
στην Αδριανούπολη[28].
Πιθανότατα η συντεχνία ιδρύθηκε μετά την
μετοίκηση των Βουλγάρων από την Κοπρίβστιτσα όπου αυτό το είδος εμπορίου ήταν
παραδοσιακό. Και μετά την εγκατάστασή τους στην Αδριανούπολη, αυτοί
εξακολούθησαν να ασχολούνται με το εμπόριο με πρόβατα και κατσίκια και κράτησαν
τις σχέσεις τους με τους τζελέπηδες από την Κοπρίβστιτσα και τη Φιλιππούπολη.
Σώζεται το τεφτέρι του εσναφίου, το οποίο είναι γραμμενο μόνο στα Βουλγαρικά,
τα ονόματα μέσα του είναι μόνο βουλγαρικά, και τα περισσότερα απ’ αυτα είναι
οικογενειακά ονόματα χαρακτηριστικά για την Κοπρίβστιτσα – Κέρεκ, Σούσουλα,
Κασάρ, Κράτνλεκ, Τσομάκοβ, Δογάνοβ, Τιχάνεκ, Πότσεκ, Χαζμάνοβ, Σιβρίεβ κ.α.[29].
Στη γιορτή της συντεχνίας - στις 2 Φεβρουαρίου, την ήμερα της Υπαπαντής κάθε
χρόνο ο Μητροπολίτης της Αδριανούπολης τελούσε τη Λειτουργεία. Στους δύο
κώδικες της πολιτείας οι πρωτομάστορες της συντεχνίας υπογράφτηκαν στα
βουλγαρικά. Εκτός από αυτό, περισσότεροι από
τους Βούλγαρους, οι οποίοι συμμετείχαν στην κοινοτική αυτοδιοίκηση - 13 ήταν οι
τζελέπηδες. Για την οικονομική δύναμη της συντεχνίας είναι ενδεικτικό και το
γεγονός πως στα χρόνια, για τα οποία έχουμε πληροφορίες, το εσνάφι των
τζελέπηδων είναι από τους μεγαλύτερους φορολογούμενους - το 1831 το μεγαλύτερο
ποσό πλήρωσαν μόνο οι μπακάληδες και οι ντουλγέρηδες[30],
και τα επόμενα δύο χρόνια το ξεπερνούσαν μόνο οι μπακάληδες[31].
Οι Βούλγαροι Αδριανουπολίτες συμμέτειχαν δυναμικά και στην
εκκλησιαστική ζωή της πόλης. Έτσι, στην ανοικοδόμηση της εκκλήσιας των Δώδεκα
Αποστόλων στο προάστειο Κιρίσχανε, η οποία κάηκε στα μέσα του 18ου αιώνα[32], οι Βούλγαροι συμμετείχαν παράλληλα με
τους Έλληνες, και η σφραγίδα της εκκλήσιας είναι μισή στα Βουλγαρικά, μισή στα
Ελληνικά[33]. Το φιρμάνι για την ανοικοδόμηση της
εκκλησίας διεκδηκήθηκε από τον τσορμπατζή Ν. Κράστεβίτς το 1832, όταν ο
σουλτάνος Μαχμούτ ο Δεύτερος επισκέφτηκε την Αδριανούπολη[34]. Βούλγαροι –Νικόλα Ουζούν, Δημήταρ
Δεμίρογλου και Στογιάν Αχτάρ είχαν ρόλο και στη
διεκδίκηση του φερμανίου για την αποκατάσταση της εκκλισίας της Άγιας Τριάδος
στο Καγίκι το 1846 από το Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζήτ[35]. Στο τεφτέρι της συντεχνίας των
τζελέπηδων αναφέρονται και δωρεές για 8 από τις 11 εκκλησίες στο Κάστρο και στα
προάστεια. Οι Βούλγαροι συγκαταλέγονταν και μεταξύ των «φιλόπτωχων και
εύσπλαγχνων» συνδρομητών του κοινοτικού νοσοκομείου στο Γιλντιρίμι[36], ήταν επίσης και συνδρομητές πολλών
βιβλίων στα Βουλγαρικά και Ελληνικά.
Τελειώνοντας, μπορούμε να κάνουμε μερικά συμπεράσματα. Η πολιτεία
των ορθόδοξων χριστιανών στην Αδριανούπολη ιδρίθηκε αργότερα στο τέλος του 17ου
αιώνα. Εβδεχομένως αυτό συνδέεται με το σύστημα της εξαγοράς των φόρων το οπίο
εισάχθηκε το 17ο αιώνα. Αυτό το γεγονός καθόρισε και τη βασική λειτουργία της
πολιτείας – να ρίξει και να συλλέξει τους διάφορους φόρους. Εκτός από τη
φορολογική, η κοινότητα είχε κα άλλες λειτουργίες – δοοικητικές, οικονομικές,
φιλάνθρωπικές. Η συμμετοχή των αντιπροσώπων του πληθυσμού στη διοίκηση της
κοινότητας με ένα ή με άλλο τρόπο, διευκόλυνε τη δουλειά της πολιτείας και
εξασφάλιζε διαφάνεια. Ο πληθυσμός της βουλγαρικής καταγωγής ήταν αναπόσπαστο
κομμάτι από την ορθόδοξη κοινότητα στην Αδριανούπολη και συμμέτειχε ενεργητικά
στην αυτοδιοίκησή της ίσια με τους Έλληνες. Πρέπει να σημειώσουμε επίσης πως
στην Αδριανούπολη άργησε η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας των Βουλγάρων σε
αντίθεση με άλλες πόλεις όπως για παράδειγμα τη Φιλιππούπολη. Εδώ θα ήθελα να
επαναλάβω πως η ανακοίνωση αυτή είναι μόνο η αρχή και η έρευνα της
Αδριανούπολης μπορεί να εξεληχθεί σε πολλές κατευθύνσεις.
[1] Βλ. τα περιεχόμενα των περιοδικών.
[2]Попов, И. Из
миналото на Одринска Тракия, София 1919, Шишков, Ст. Тракия
преди и след европейската война, Пловдив 1922, Арнаудов, А.
“Каикската църква "Св. Георги" /по моите спомени и паметни бележки”, Тракия,
324, 24.01.1929, с.2-3, Караманджуков, Хр. “Одрин като идея и цел”, Тракия,
379, 27.03.1930.
[3] Μαμώνη, Κ. Σύλλογοι Θράκης και Ανατολικής Ρωμυλίας (1861-1922), Θεσσαλονίκη 1995, Μπέλια, Ε. Εκπαίδευση
και αλοτρωτική πολιτική. Η περίπτωση της Θράκης 1856-1912, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1995, Βακαλόπουλου,
Κ. Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Αδριανουπόλεως (1872-1996).Από τη μαρτυρική Θρακική Γη στα άγια Χώματα της Μακεδονίας, Θεσσαλονική 1996, Balta, E.
“La Communinauté
Grecque D’Andrinople (milieu du XIXe siècle-1922)” In: Peuple
et Production. Pour une
intereprétation des sources ottomanes, Les Éditions ISIS, Istanbul 2000, pp.209–245.
[4] Μ.Α.Σ., “Θρακικοί κώδηκες”, Θρακικά, 9 (1938), σ. 122-136,
Αποστολίδη, Κ.Μ., «Κώδηκες Ανατολικής Θρακής» Θρακικά,18, (1943), σσ.93-107,
Ευθυμίου, Γ. «Πέρι των σωζομένων κοδήκων της Ιεράς Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως», Αρχείον
του Θρακικού λαογραφικού και γλοσσικού θησαυρού, 20 (1955),
σ.273-300, Μπεκιάρογλου-Εξαδακτύλου, Αικ., Κώδηκες Μητρόπολης Αδριανούπολης (1889-1911, ΓΑΚ, Αθήνα 1991,
[5] Παπαχριστοδούλου, Π. «Αντίγραφα διάφορων εγγράφων και πρακτικών», Αρχείον
του Θρακικού λαογραφικού και γλοσσικού θησαυρού, 1, τευχ. Β, (1934-1935), σσ.
189-217, Ιορδάνογλου, Α.Κ., «Εκκλησιαστική και εκπαιδευτική κατάσταση
Αδριανουπόλεως τον 19ο αιώνα», Θρακικά, σειρά2, 2 (1979), σ.287-305, ο
ίδιος , «Ειδήσεις για τις εκκλησιες της επαρχίας Αδριανουπόλεως Άγιος Νικόλαος,
Άγιος Στέφανος και νέα εκκλησία στο χωριό Μουσούλ-Μπεϊλή», Θρακικά, σειρά 2, 6 (1991-1992), σσ. 109-126,
Βαλσαμίδη, Π. «Τρεις κανονισμοί της ελληνορθόδοξης κοινότητας Αδριανουπόλεως», Η
καθ’ ημας Ανατολή, 5
(2000), σ.179-213
[6] Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), Ταμείο Ανταλλάξιμων, κ.1
[7]Ιστορικά Αρχέια Μακεδονίας
(ΙΑΜ), κ.34.
[8] ΓΑΚ, κ.49 ε.
[9] Εθνική Βιβλιοθήκη – Σόφια, Βουλγαρικό Ιστορικό Αρχείο (ΒΙΑ), II Β
10473.
[10] ΓΑΚ, κ.1, σσ. 209-210.
http://archive-gr.com/gr/g/gak.gr/2013-06-25_2348964-titles_37/GRGSA_IAM_REL002_%CE%99%CE%95%CE%A1%CE%91_%CE%9C%CE%97%CE%A4%CE%A1%CE%9F%CE%A0%CE%9F%CE%9B%CE%97_%CE%9C%CE%95%CE%A4%CE%A1%CE%A9%CE%9D_%CE%9A%CE%91%CE%99_%CE%91%CE%98%CE%A5%CE%A1%CE%A9%CE%9D/
Δημητρη
ΑπάντησηΔιαγραφήεξαιρετικη και πλουσια σε στοιχεια αναρτηση
Συγχαρητηρια!!!