Ομιλία της Αναστασίας Σκαρλατούδη, αρχαιολόγου- επιστημονική συνεργάτης του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Νέας Ορεστιάδας για τον εορτασμό της Διεθνούς Ημέρας των Μουσείων 22-05-2011
Στα μουσεία κατά καιρούς έχουν αποδοθεί χαρακτηρισμοί: ναοί του πολιτισμού, χώροι συζήτησης, αρένες πολιτιστικών αλλαγών, καταφύγια κοινωνικών διακρίσεων, τόποι μνήμης.
Τι από όλα αυτά αντιπροσωπεύει ένα μουσείο;
Η ιστορία του μουσείου ξεκινάει το 1793 στο Παρίσι, όταν το παλάτι των βασιλιάδων μετατρέπεται σε δημόσιο μουσείο, ανοικτό σ’ όλους και εκθέτει τις μέχρι πρότινος ιδιωτικές συλλογές. Αποκαλύπτει αντικείμενα που παρέμεναν κρυφά στους απλούς ανθρώπους. Από τότε βέβαια, η έννοια μουσείο έχει υποστεί πολλές αλλαγές που ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που έλαβαν χώρα. Σήμερα, γίνεται λόγος για το Μουσείο που έχει μια διαλογική σχέση με τον επισκέπτη του. Δεν πρόκειται απλά ούτε για έκθεση τεχνουργημάτων ούτε για αποθήκη αντικειμένων αλλά για ένα ζωντανό οργανισμό που αφηγείται ιστορίες μικρές ή μεγάλες, προσωπικές ή εθνικές, ευχάριστες ή δυσάρεστες. Πανάρχαια ελληνική παράδοση είχε καθιερώσει την ανέγερση μουσείων, τη φιλοτέχνηση ανδριάντων και μνημείων, την προσφορά αντικειμένων στους ναούς, ως μικρή απόδοση τιμής τόσο προς εκείνους που θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα, όσο και σ’ αυτούς που το έργο τους θεωρούνταν αξιομνημόνευτο.
Γιατί αλήθεια γίνεται τόσο μεγάλη προσπάθεια να μην επέλθει η λήθη;
Η μνήμη είναι μια πολύπλοκη εγκεφαλική διαδικασία, κατά την οποία οι πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω της μάθησης, αποθηκεύονται, ανακαλούνται και αναπλάθονται.
Ιστορική μνήμη είναι η μνήμη του παρελθόντος, στοιχείο απαραίτητο και ζωτικό για την πορεία του ατόμου και του έθνους.
Ακόμη και στις κοινωνίες χωρίς γραφή, η συλλογική μνήμη ήταν κάτι ιδιαίτερα σημαντικό και διατάσσοταν γύρω από τρεις θεματικούς κύκλους: τους μύθους, τη γενεαλογία και την τεχνική γνώση.
Η εμφάνιση της γραφής άλλαξε ριζικά τη συλλογική μνήμη. Ενεπίγραφες στήλες και οβελίσκοι στήνονταν για να απαθανατίσουν κατορθώματα κυρίως των βασιλέων. Είναι εκπληκτική η προσπάθεια για μνημόνευση και διαιώνιση της θύμησης και το υλικό που προσφερόταν ήταν η πέτρα. Επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο στη διατήρηση της μνήμης παίζουν και τα έγγραφα. Υφάσματα, δέρματα, φλοιοί, φύλλα, πάπυροι και τελικά το χαρτί σκοπό έχουν να διαφυλάξουν θεσμούς, αρχεία, νόμους και μνήμες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πόλη Ουγγαρίτ, στη Συρία όπου αποκαλύφθηκαν αναρίθμητα βασιλικά αρχεία και μάλιστα με σύστημα ταξινόμησης σε διπλωματικά, οικονομικά και διοικητικά.
Κάτι αντίστοιχο βέβαια συμβαίνει και στον Ελλαδικό χώρο. Κατορθώματα βασιλέων, μάχες, αντιζηλίες, μίση, έρωτες, μεταφέρονται μέσω της προφορικής παράδοσης και αποτελούν τα πρώτα διδάγματα στα παιδιά εκεινης της εποχής αλλά και στοιχεία της διασκέδασης των ανθρώπων. Επίσης, στην αρχαιότητα υπήρχε ένα πρόσωπο, ο «μνήμων» που διαφύλαττε την ανάμνηση ενόψει δικαστικών αποφάσεων. Ίσως και να αποτελούσε ένα μόνιμο λειτούργημα και είναι ενδεικτικό της ανάγκης των ανθρώπων να θυμούνται.
Βέβαια, και στην Αρχαία Ελλάδα, η ανάπτυξη της γραφής επέφερε βαθιές αλλαγές, γεγονός που γίνεται αντικείμενο συζήτησης από τον Πλάτωνα στο «Φαιδρό». Ο Σωκράτης αναφέρει το Θεό Θοτ, προστάτη των γραφέων που απάλλαξε τους ανθρώπους από τον κόπο να θυμούνται, δίνοντας τους το αλφάβητο, το οποίο όμως θα φέρει τη λήθη στις ψυχές τους.
Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι οι Έλληνες της Αρχαίας Εποχής παρέστησαν τη μνήμη ως Θεά, τη Μνημοσύνη, μητέρα των εννέα Μουσών. Η μνήμη εμφανίζεται ως χάρισμα για μυημένους, γίνονται ειδικές ασκήσεις για την εξάσκηση της από τους Πυθαγόρειους και φυσικά αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα για τους φιλοσόφους.
Στα έργα των πιο σπουδαίων στοχαστών η ελληνική φιλοσοφία δε συμφιλίωσε τη Μνήμη με την Ιστορία. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη η μνήμη προέρχεται από τη ψυχή, δεν σχετίζεται καθόλου με τη διαννοια αλλά μόνο με την αίσθηση. Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει του όρους μνήμη (απλή συγκράτηση του παρελθόντος) και την ανάμνηση (τη εκούσια ανάκλησή του).Ο συνδυασμός της μνήμης και της γραφής έφερε καινούρια τεχνική μνήμης, τη μνημοτεχνία.
Κατά τον 19ο αιώνα οι ιστορικοί επιλέγουν τις αρχειακές μεθόδους στην ιστορική έρευνα έναντι των προφορικών πηγών, θεωρώντας ότι εξασφαλίζουν μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και ουδετερότητα απαραίτητες για την καταξίωση του ιστορικού. Σταδιακά, οι προφορικές παραδόσεις και οι προσωπικές αναμνήσεις μπαίνουν στο περιθώριο, αν και θεωρητικά διέθεταν μεγαλύτερο κύρος.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας και οι κοινωνικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στο 20ο αιώνα επαναπροσδιορίζουν τη θέση των προσωπικών ιστοριών και την αξία της μνήμης. Η αναβίωση της μνήμης αποτελεί πηγή ιστορικής αναζήτησης και θεμέλιο λίθο της προφορικής ιστορίας. Μάλιστα μόλις τα τελευταία χρόνια, άλλαξε η καχύποπτη στάση των ιστορικών απέναντι στη προφορική ιστορία, τη μνήμη που διατηρούν άσβεστη οι λαοί, ανεξάρτητα από την επίσημη εκδοχή της ιστορίας. Και αυτή είναι η εκδίκηση που παίρνει η μνήμη έναντι της ιστορίας, καθώς την ιστορία τη γράφουν οι νικητές αλλα οι νικημένοι απαντούσαν με τη μνήμη. Μπορεί οι Ναζί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου να κατέστρεψαν τα τεκμήρια, όμως τα θύματα που επέζησαν είχαν τις προσωπικές τους μαρτυρίες. Η μνήμη θεωρείται ο πυρήνας της ταυτότητας μας, η προϋπόθεση της ανθρώπινης σκέψης. Βέβαια, οι μνήμες δεν είναι αποκλειστικά δικές μας, αλλά τις έχουμε κληρονομήσει μέσα από τις οικογένειες μας, τις πολιτισμικές παραδόσεις και οφείλουμε να τις κληροδοτήσουμε τις επόμενες γενιές. Τα μουσεία προσπαθούν να διαφυλάξουν τη μνήμη, να αφηγηθούν την ιστορία των ανθρώπων και των αντικειμένων που αποτελούν κειμήλια προσωπικά και οικογενειακά. Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Νέας Ορεστιάδας, σκοπό έχει να προστατεύσει τη μνήμη και την ταυτότητα μας.
Από το 1974 οι πρωτεργάτες του Συλλόγου συλλέγουν αντικείμενα, ενδύματα, υφαντά, εργαλεία, προφορικές μαρτυρίες, τραγούδια, μύθους και θρύλους, όλα ψηφίδες της ταυτότητας μας. Τα κειμήλια που με κόπο μεταφέρθηκαν από τις Πατρογονικές εστίες της Ανδριανούπολης, του Κάραγατς, του Ασλαάν, του Σαραπλάρ, του Ντεμερντές, του Ζαλούφ και της Μπόσνας βρήκαν την στέγη τους στο πρώτο κτίριο του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου της πόλης μας, που αν και μικρό διηγούνταν την ιστορία της προσφυγιά και του ξεριζωμού. Κι όταν το Μουσείο ανακαινίστηκε οι προσφυγές κάτοικοι της Νέας Ορεστιάδας άνοιξαν τα σεντούκια τους και χάρισαν κομμάτια της προσωπικής τους μνήμης. Έτσι , σήμερα μπορούμε να ‘μαστε περήφανοι καθώς μέσα στο μουσείο, χώρο κατεξοχήν ανάκλησης της μνήμης βρίσκεται το κάρο φορτωμένο, όπως ξεκίνησε από τις πατρογονικές εστίες για τη Νέα πατρίδα. Τα πρώτα γεωργικά εργαλεία που μετέφεραν οι προσφυγές και με τα οποία
όργωσαν, έσπειραν και θέρισαν. Τα δωμάτια , η σάλα και η κάμαρη, με τα έπιπλα στημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αισθητή η απουσία των νοικοκυραίων αλλά νομίζεις ότι αργά η γρήγορα από κάπου θα ξεπροβάλλουν.
Κάθε αντικείμενο του Μουσείου έχει μια ιστορία να διηγηθεί, να μας δείξει, να μας θυμίσει. Δε θα ξεχάσω τα δάκρυα συγκίνησης μιας επισκέπτριας του Μουσείου που όταν αντίκρισε τη φωτογραφία του 1ου Δημοτικού Σχολείου της Νέας Ορεστιάδας και αναφώνησε ‘το σχολείο μου’, τη συγκίνησης των Κυπρίων που επισκέφθηκαν το Μουσείο ανακαλώντας τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα της δικής τους προσφυγιάς και εγκατάλειψης των πατρογονικών εστιών, τη θλίψη στα λόγια μιας δημοσιογράφου Αρμενικής καταγωγής για την αναφορά στο ξεριζωμό των
Αρμενικών οικογενειών από την Αδριανουπολη και το Καραγατς, την περηφάνια στα μάτια μιας γιαγιάς που έδειχνε στο εγγόνι της την κολυμβήθρα που βαπτίστηκε η ίδια και τόσα άλλα μωρά εδώ στη Νέα Ορεστιάδα. Τη νοσταλγία που φέρνουν οι ήχοι από το ούτι, τη γκάιντα, το κανονάκι, τη μασιά. Τα δεκάδες σχόλια που άφησαν οι επισκέπτες στο βιβλίο εντυπώσεων για τις θύμησες και τις αναμνήσεις που τους ξεσήκωσε το Μουσείο.
«Ανθρώπων μνήμες, ανθρώπων έργα» γράφει ένας ιερωμένος.
«Ξύπνησαν μνήμες γλυκείες θύμησες, μυρωδιές λόγια τραγούδια… το καλύτερο μνημόσυνο γι τους δικούς μου ανθρώπους» αναφέρει ένας άλλος.
«Είναι πραγματικά ένα αξιόλογο αποτέλεσμα συνείδησης και πολιστισμου, ένα αφιέρωμα στις χαμένες πατρίδες, μια επιστροφή στις ρίζες. Είναι από τα πιο ζεστά μουσεία και σύγχρονα παράλληλα που έχω επισκεφθεί. Σε προτρέπει να ζήσεις και να βιώσεις αποσπάσματα εκείνης της περιόδου, να μάθεις «ζωντανά» ιστορία», ειναι τα λόγια μιας φοιτήτριας.
Και πράγματι αυτό προσπαθούμε να επιτύχουμε μέσω των εκπαιδευτικών μας δράσεων. Να βιώσουν τα παιδιά την ιστορία, να αισθανθούν την πικρά των προγονών τους όταν εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, να κατανοήσουν τις δυσκολίες της εγκατάστασης μέσα σ’ ένα χωράφι. Τα παιδιά μέσα από τα παιχνίδια και τις δραστηριότητες καλλιεργούν τις δικές τους μνήμες συνδεδεμένες με το Μουσείο, και την τοπική ιστορία.
Αυτός είναι ο σκοπός του Μουσείου να διεγείρει τη μνήμη, να ανακαλεί ξεχασμένες από χρόνο εικόνες, να μας προστατεύει από τη λήθη. Οι μνήμες έχουν εισχωρήσει μες στο Μουσείο και μάλιστα έχουν και φωνή. Το Μουσείο μας μιλάει. Μας μιλάει για τα βιώματα, τις σκέψεις, τα συναισθήματα. Μας αφηγείται μικρές καθημερινές στιγμές αλλά και τραυματικές εμπειρίες. Το Μουσείο άνοιξε τις πόρτες του και μας υποδέχεται όλους για να αφουγκραστούμε τις μνήμες αλλά με κύριο σκοπό να μας οδηγήσει στο μέλλον. Ευχαριστώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου